растеряться - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

растеряться - translation to πορτογαλικά


теряться      
(пропадать) perder-se ; (исчезать) sumir-se ; (не знать, что делать) atrapalhar-se, embaraçar-se
потеряться      
perder-se, extraviar-se ; (растеряться) ficar desconcertado (desnorteado)
затеряться      
perder-se ; desaparecer ; extraviar se ; (оказаться неприметным, заброшенным) estar (ver-se) perdido, ficar abandonado

Ορισμός

РАСТЕРЯТЬСЯ
I
(о многих, многом) пропасть, потеряться постепенно.
Вещи растерялись. Растерялись старые друзья.
II
прийти в состояние растерянности, нерешительности, не знать, как поступить.
Р. от неожиданности. Не р. перед лицом опасности.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για растеряться
1. В таком многообразии названий несложно и растеряться.
2. В такой обстановке самое главное – не растеряться.
3. В минуты острого кризиса Шаймиев способен растеряться.
4. Еще можно было растеряться от поступающих новостей.
5. Пушкина, помог мне не растеряться на новом месте.